- δροσινά
- δροσινόςneut nom/voc/acc plδροσινά̱ , δροσινόςfem nom/voc/acc dualδροσινά̱ , δροσινόςfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δροσίνα — η ονομασία τού ψαριού Λευκίσκος* ο πελοποννήσιος … Dictionary of Greek